- προτρεπτικως
- προτρεπτικῶςπρο-τρεπτικῶςубедительно
(κατάρχεσθαι Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κατάρχεσθαι Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προτρεπτικῶς — προτρεπτικός hortatory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικός — ή, ό / προτρεπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [προτρέπω] 1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.) αρχ. 1. ερεθιστικός, διεγερτικός («ἔδεσμα γάλακτος… … Dictionary of Greek